υπνοβατώ

υπνοβατώ
(ε) αμετ. быть лунатиком, сомнамбулой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπνοβατώ" в других словарях:

  • υπνοβατώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπνοβατώ — Ν βρίσκομαι σε κατάσταση υπνοβασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνοβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπνοβατέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υπνοβατώ — αμτβ., είμαι υπνοβάτης, παθαίνω υπνοβασία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυκτοβατώ — έω [νυκτοβάτης] σηκώνομαι και περπατώ τη νύχτα, ενώ συγχρόνως κοιμάμαι, είμαι υπνοβάτης, υπνοβατώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»